- ταρβάλυξ
- ταρβάλυξ, υγος, ὁ,A = ταρακτικός, Hdn.Gr.2.743.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρβάλυξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβάλυξ — υγος, ὁ, Α ταρακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)] … Dictionary of Greek
ταρβάλυγος — ταρβάλυξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)